- Πύθωνος
- Πύ̱θωνος , Πύθωνof divinationmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πυθῶνος — Πῡθῶνος , Πυθών fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PYTHON — I. PYTHON Ephoro apud Strabonem, l. 9. homo fuit atrox, χαλετὸς ἀνὴρ, Πύθων τοὔνομα, ἐπίκλησιν δὲ Δράκων, Python nomine, Draco cognomentô, ab Apolline sagittis interemptus, postquam caedibus et latrociniis diu fuisset Parnassus infestus. Unde… … Hofmann J. Lexicon universale
VENTRILOQUUS — Graece Ε᾿γγαςτρίμυθος, Hebr. Gap desc: Hebrew, uti LXX. vocem exponunt, spiritus est e dolio, sive vase, aut ex tumido ventre responsa promens, πύθων alias. Hesychius, πύθων ὁ ἐγγαςτρίμαντις. Sic πυεῦμα Πύθωνος vocatur Actor. c. 16. v. 16.… … Hofmann J. Lexicon universale
Πύθων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… … Dictionary of Greek
πυθαύλης — ὁ, Α το μέλος με το οποίο παριστανόταν η μεταξύ Απόλλωνος και Πύθωνος μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύθια + αύλης (< αὐλός), πρβλ. χορ αύλης] … Dictionary of Greek
στεπτήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στέψη 2. αυτός που αρμόζει σε στέψη 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Στεπτήριον γιορτή την οποία τελούσαν κάθε εννέα χρόνια σε ανάμνηση τής επανόδου τού Απόλλωνος από την κοιλάδα τών Τεμπών, όπου είχε… … Dictionary of Greek
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek
ՀԱՐՑՈՒԿ — (ցկի, կաց.) NBH 2 0069 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c գ. μάντις vates, hariolus, ariolus. Սուտ պատգամախօս. գուշակ. որ հարցանէ զդիս ʼի դիմաց խնդրողաց գիտել զբախտս եւ զապագայս. ըղձապատում. իղձ. հմայօղ. կախարդ. դիւթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)